ὀφθαλμός

ὀφθαλμός
-οῦ + N 2 88-158-140-174-118=678 Gn 3,5.6.7; 13,10.14
eye Gn 3,5
ὀφθαλμοῖς κατ᾽ ὀφθαλμούς face to face Nm 14,14; ἀδύνατος τοῖς ὀφθαλμοῖς of weak eyes, blind TobS 5,10; κατ᾽ ὀφθαλμούς σου in your eyes 2 Sm 12,11; πρὸ ὀφθαλμῶν σου before your eyes Ex 13,9; ἐν ὀφθαλμοῖς (semit., frequent rendition of semi-prep. such as בעיני) in (your) eyes 1 Sm 1,18, cpr. κατ᾽ ὀφθαλμούς, πρὸ ὀφθαλμῶν
*1 Sm 2,29 ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ with an evil eye-מעוין עין for MT מעון place, temple?; *Ez 7,13 ὀφθαλμῷ eye-עין for MT עונו his iniquity; *Zph 3,7 ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτῆς from her eyes, from her face מעיניה for MT מעונה from her dwelling; *Prv 15,15 οἱ ὀφθαλμοί the eyes-ֵענֵי for MT ָענִי the poor; *Lam 3,63 ἐπὶ ὀφθαλμοὺς αὐτῶν upon their eyes-מעיניהם for MT מנגינתם their mockering song
Cf. SCHENKEL 1968, 13-17; SHIPP 1979, 426-427; SOLLAMO 1979, 123-155; →MM; NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμός — eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”